χλωρομεθάνιο

χλωρομεθάνιο
το, Ν
χημ. οργανική ένωση, αλκυλαλογονίδιο, μονοχλωροπαράγωγο τού μεθανίου, γνωστό και ως μεθυλοχλωρίδιο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Νόθο αντιδάνειο σύνθ., πρβλ. αγγλ. chloromethane < chloro- (< χλωρ[ο]-*) + methane «μεθάνιο»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • μεθυλενοχλωρίδιο — Οργανική ένωση με χημικό τύπο CH2CL2. Ονομάζεται και διχλωρο μεθάνιο. Είναι άχρωμο υγρό, με οσμή παρόμοια με του χλωροφορμίου· έχει σημείο βρασμού 39,8° C, πυκνότητα 1,33 gr/cm3 (στους 20° C) και είναι αδιάλυτο στο νερό. Παρασκευάζεται… …   Dictionary of Greek

  • μεθυλοχλωρίδιο — το χημ. άλλη ονομασία τής οργανικής ένωσης χλωρομεθάνιο …   Dictionary of Greek

  • χλωρ(ο)- — ΝΜΑ α συνθετικό λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στο επίθετο χλωρός και εμφανίζει τις σημασίες τού επιθέτου χλωρός, δηλαδή τόσο τη σημασία τού ωχρού, τού πρασινωπού (πρβλ. χλωρό πτιλος, χλωρο φύλλη) όσο και τη σημασία τού …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”